- ψάλλιον
- τὸ, Αβλ. ψάλιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψάλλιον — chain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλλίοις — ψάλλιον chain neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλλίων — ψάλλιον chain neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάλλια — ψάλλιον chain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάλιον — τὸ, ΜΑ, και ψάλλιον και αιολ. τ. σπάλιον Α αλυσίδα τού χαλινού τών αλόγων η οποία περνάει κάτω από το σαγόνι («τὸ περὶ γένειον διειρόμενον ψάλιον», Πολυδ.) μσν. (κατ επέκτ.) σαγόνι αλόγου αρχ. 1. ολόκληρος ο χαλινός, συμπεριλαμβανομένου και τού… … Dictionary of Greek
ψαλλιωτός — ο, Ν (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. psalliota < νεολατ. psalliota (< ψάλλιον + ωτός)] … Dictionary of Greek
ԴԱՆԴԱՆԱՒԱՆԴ — (ի, աց կամ ից.) NBH 1 0594 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. χαλινός, ψάλλιον fraenum, frenum cum habena Սանձ. պախուրց. շրուշակ. վարապան. տէհէն, տիհէն. *Արկից ... դանդանաւանդ ի կզակս քո. ՟Դ. Թագ. ՟Ժ՟Թ. 28: Ես. ՟Լ՟Է. 29 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)